- συνείμαρται
- συνείμαρται, ([etym.] μείρομαι)A has been determined by fate, Aristid.Or.24 (44).56; συνειμαρμένα jointly determined by fate, Plu.2.569f, cf. Lyd. Mens.4.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνείμαρται — Α απρόσ. 1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένα αυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek
συνείμαρται — σύν μείρομαι receive as one s portion perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)